ψυχαγωγικός

ψυχαγωγικός
-ή, -ό / ψυχαγωγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ψυχαγωγός / ψυχαγωγία]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην ψυχαγωγία, ο ευάρεστος στην ψυχή και στο πνεύμα
αρχ.
θελκτικός, πειστικός.
επίρρ...
ψυχαγωγικώς / ψυχαγωγικῶς, ΝΜΑ, και ψυχαγωγικά Ν
με τρόπο ευάρεστο στην ψυχή και στο πνεύμα ή με σκοπό την ψυχαγωγία
αρχ.
πειστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην ψυχαγωγία, διασκεδαστικός, ευχάριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχαγωγικόν — ψῡχαγωγικόν , ψυχαγωγικός attractive masc acc sg ψῡχαγωγικόν , ψυχαγωγικός attractive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχαγωγικώτατον — ψῡχαγωγικώτατον , ψυχαγωγικός attractive masc acc superl sg ψῡχαγωγικώτατον , ψυχαγωγικός attractive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκεδαστικός — ή, ό (Α διασκεδαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. τερπνός, ψυχαγωγικός 2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση 2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός …   Dictionary of Greek

  • ՍՓՈՓԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0766 Chronological Sequence: 13c ա. ψυχαγωγικός oblectatorius. Պատճառ սփոփանաց. սփոփիչ. մխիթար. *Իսկ լուսաւորըն փոքր իշխան գիշերական՝ խաւարին ժամուն ի լոյս մեզ սփոփական. Երզն. ոտ. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχαγωγικαί — ψῡχαγωγικαί , ψυχαγωγικός attractive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχαγωγικῶς — ψῡχαγωγικῶς , ψυχαγωγικός attractive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”