ψυχαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην ψυχαγωγία, διασκεδαστικός, ευχάριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχαγωγικόν — ψῡχαγωγικόν , ψυχαγωγικός attractive masc acc sg ψῡχαγωγικόν , ψυχαγωγικός attractive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαγωγικώτατον — ψῡχαγωγικώτατον , ψυχαγωγικός attractive masc acc superl sg ψῡχαγωγικώτατον , ψυχαγωγικός attractive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστικός — ή, ό (Α διασκεδαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. τερπνός, ψυχαγωγικός 2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση 2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός … Dictionary of Greek
ՍՓՈՓԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0766 Chronological Sequence: 13c ա. ψυχαγωγικός oblectatorius. Պատճառ սփոփանաց. սփոփիչ. մխիթար. *Իսկ լուսաւորըն փոքր իշխան գիշերական՝ խաւարին ժամուն ի լոյս մեզ սփոփական. Երզն. ոտ. երկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχαγωγικαί — ψῡχαγωγικαί , ψυχαγωγικός attractive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαγωγικῶς — ψῡχαγωγικῶς , ψυχαγωγικός attractive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)